- καλομεταχείρισμα
- τό1) хорошее обращение (с кем-л.); внимательное отношение (к кому-л.); 2) бережное использование (чего-л.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καλομεταχείρισμα — το καλομεταχείριση: Αυτός δεν ξέρει τι θα πει καλομεταχείρισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλομεταχείρισμα — το [καλομεταχειρίζομαι] καλομεταχείριση* … Dictionary of Greek